Ὁ Ζεὺς Ἑρκεῖος, ὁ Ζεὺς Κτήσιος, ὁ Ἀπόλλων Ἀγυιεὺς, καὶ ἡ θεὰ Ἑστία ποὺ λατρεύονταν ἀπὸ μιὰ οἰκογένεια, ἡ λατρεία αὐτὴ καθ’αυτὴ ἀφοροῦσε μόνον αὐτὴ τὴν οἰκογένεια. Ἔτσι λοιπὸν, τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ γιὰ τοὺς δημῶτες τῆς Ἐρχιᾶς ποὺ θυσίαζαν καὶ λάμβαναν τὰ ὀφέλη ἀπὸ τὶς θεότητες τους στὰ ἱερά τους.
Οἱ Ἀθηναῖοι, ὡς μία ὁμάδα ἦταν , σὰν ἕναν οἶκο ἢ ἕναν δῆμο, μιὰ πολὺ ἐκτεταμένη γενεαλογικὴ ὁμάδα, ποὺ ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ τὸν Ἐρεχθέα (γεννημένος ἀπὸ τὴ γῆ), καὶ οἱ λατρεῖες καὶ θεότητες τῆς πόλεως-κράτους τους ἀναμενόταν νὰ ἐξυπηρετήσουν τὰ δικὰ τους συμφέροντα, καὶ μὲ τὴ σειρά τους νὰ ἐξυπηρετηθοῦν ἀπὸ αὐτές μόνο τὰ μέλη τῆς ἐν λόγω ἐκτεταμένης γενεαλογικῆς ὁμάδος.
Ἕνας Σπαρτιάτης ποὺ ἐπισκεπτόταν τὴν Ἀθήνα γιὰ λίγες ἡμέρες σὲ μία διπλωματικὴ ἀποστολὴ δὲν θὰ εἶχε κανένα δικαίωμα ἢ συμφέρον νὰ θυσιάσει σὲ μία ἀθηναϊκὴ θεότητα, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὴ ἡ θεότητα εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὴ θεότητα ποὺ λάτρευε στὸ σπίτι.
Πάρα πολλοὶ πλούσιοι καὶ ταλαντούχοι μὴ Ἀθηναῖοι ποὺ διέμεναν καὶ ἐργάζονταν στὴν Ἀθήνα τὸν πέμπτο καὶ τέταρτο αἰώνα, ἦταν πολίτες ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν, καὶ γι αὐτὸ τὸ λόγο θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποκλείονται, σὲ μεγάλο βαθμὸ, ἀπὸ τὶς Ἀθηναϊκὲς θρησκευτικὲς λατρεῖες καὶ λατρευτικὲς πρακτικὲς.
Θὰ μποροῦσαν ὡστόσο νὰ μυηθοῦν στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια. Στοὺς ἀλλοδαποὺς κάτοικους εἶχαν δοθεῖ εἰδικοί ὁριοθετημένοι ρόλοι στὴν πομπὴ τῶν Παναθηναίων καὶ σὲ μερικές ἄλλες ἑορτές, ἐπίσης θὰ μποροῦσαν περιστασιακὰ νὰ κάνουν ἀφιερώσεις καὶ ἀναθήματα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὶς Ἀθηναϊκὲς θεότητες.
Ἀλλά πέρα ἀπὸ αὐτό ἦταν, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἀπλοὶ θεατὲς στὶς πάρα πολλὲς ἀθηναϊκὲς ἑορτὲς καὶ θυσίες.
Ἦταν, ὅπως καὶ οἱ δοῦλοι, δὲν ἦταν μέρος τῆς ἀθηναϊκῆς «οἰκογένειας» καὶ δὲν εἶχαν κάποιο σημαντικὸ ρόλο γιὰ νὰ παίξουν στὴν ἀθηναϊκὴ λατρεία.
Ἡ Ἀθηναϊκὴ πολιτειακὴ λατρεία ἦταν γιὰ τοὺς Ἀθηναίους καὶ μόνον.
Κατὰ τὴν κλασικὴ περίοδο κάθε ἑλληνικὴ πόλη-κράτος, ὅπως ἡ Ἀθήνα, ἀσκοῦσαν τὴν ἴδια ἀποκλειστικότητα τῆς δικῆς του θρησκευτικῆς ζωῆς, καὶ ὁ καθένας εἶχε, σὲ διαφορετικὸ βαθμό, τὸ δικὸ του πάνθεον τῶν θεοτήτων, τοὺς δικοὺς τους μύθους του, καὶ τὸ δικό του σχεδιασμὸ στὶς θυσίες καὶ τὶς ἑορτὲς. Ἀκόμα καὶ ἑορτὲς μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, ὅπως τὰ Θεσμοφόρια μπορεῖ νὰ διέφεραν σημαντικὰ στὴν τελετουργία ἀπὸ πόλη σὲ πόλη.
Ἡ συλλογὴ τῶν θεοτήτων μιᾶς πόλεως, οἱ μύθοι, οἱ θυσίες, καὶ οἱ ἑορτὲς, συνέβαλαν στὴν ἰδιαιτερότητα αὐτῆς καὶ προέβαλλαν τὴν ἐθνική ταυτότητα της σὲ σύγκριση μὲ ἐκείνης τῶν ἄλλων πόλεων-κρατῶν.
Ἀλλά, περιέργως, εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ἑλληνικῆς θρησκείας καμμία πόλη-κράτος δὲν ἰσχυρίζονταν ὅτι τὸ δικὸ της θρησκευτικὸ σύστημα ἤ οἱ θεότητες ἦταν ἀνώτερα ἢ πιὸ ἀποτελεσματικὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλα τῶν ἄλλων πόλεων-κρατῶν ἢ ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐκείνα τὰ θρησκευτικὰ συστήματα , λατρείες ἤ θεότητες σὲ πόλεις ἤ χῶρες ποὺ δὲν ἦταν ἑλληνικές.
Οἱ Ἀθηναῖοι λάτρευαν τοὺς δικούς του θεούς τους, ἀλλὰ τὸ νὰ δείξουν ἀσέβεια σὲ κάθε ἄλλο θεὸ – στὴν Ἑλλάδα ἢ ἀλλοῦ – ἢ τὸ νὰ ληστέψουν ἢ νὰ βεβηλώσουν τὰ ἱερά τῶν ἄλλων ἦταν ἐπικίνδυνο καὶ μποροῦσε κάλλιστα νὰ φέρει τὴν οργὴ τοῦ θεοῦ.
Οἱ Ἀθηναῖοι λάτρευαν ἐνεργὰ τοὺς δικοὺς τους θεούς, ἀλλὰ μὲ σεβασμὸ δέχονταν τὴν λατρεία τῶν ἄλλων θεῶν ἤ θεοτήτων ὀπουδήποτε στὸν κόσμο, ἀπὸ ἄλλους Ἑλληνες ἤ μὴ-Ἕλληνες πολίτες.
Στὸ ἐσωτερικὸ μιὰς πόλης–κράτους τὸ θρησκευτικὸ σύστημα συνέβαλε ἐπίσης σημαντικὰ γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς εἰκόνας τοῦ ἐν λόγω κράτους γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὰ ἔθιμά του καὶ πολιτικοὺς θεσμούς. Οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν ὑπερήφανοι ποὺ ἦταν αὐτόχθονες, δηλαδή, τὸ ὅτι εἶχαν γεννηθεῖ ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Ἀττικῆς τὴν ἴδια. Ἡ ἴδια ἡ γῆ, ἰσχυρίζονταν, ὅτι ἦταν κυριολεκτικὰ ἡ μητέρα τους, καί, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς περισσότερους Ἕλληνες, εἶχαν ζήσει στὴν ἴδια γῆ ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ προγόνου τους, τοῦ Ἐρεχθέα.
Ὁ μύθος καταγράφει ἐπίσης ὅτι ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι προέρχονται ἀπὸ μία ὁμογενῆ οἰκογένεια, τοὺς Ἐρεχθεῖδες ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸν Ἐρεχθέα καὶ ἦταν τελικὰ, ἄν ὅχι παιδιὰ ἀπευθείας τῆς ἴδιας τῆς Ἀθηνᾶς ,τουλάχιστον ἦταν τὰ παιδιὰ τοῦ ἀγαπημένου υἱοθετημένου γυιοῦ της.
Μερικὲς μεμονωμένες οἰκογένειες μπορεῖ νὰ ἦταν πιὸ πολὺ κοινωνικά, οἰκονομικά, καὶ πολιτικὰ ἐπιφανεῖς, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τότε ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι ἄνηκαν στὴν ἴδια εὐρύτερη οἰκογένεια καί, ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅτι ἦταν ὅλοι ἴσοι, οἱ Ἀθηναῖοι πίστευαν, ἔκλιναν πρὸς τὴ δημοκρατικὴ διακυβέρνηση τῆς πόλεως τους.
Ὅμως, μέσα σὲ αὐτὴ τὴν δημοκρατικὴ οἰκογένεια οἱ μόνοι πραγματικοὶ πολίτες τῆς Ἀθήνας, τὰ μόνο πλήρη μέλη τῆς οἰκογένειας, ἦταν οἱ ἀπόγονοί του Ἐρεχθέως στὴν ἀνδρικὴ ρανίδα. Ἕνα ἀγόρι ποὺ εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ ἕναν Ἀθηναῖο πατέρα καὶ μία ξένη μητέρα, ἀπὸ ἄλλη ἑλληνικὴ πόλη, θὰ γινόταν Ἀθηναῖος πολίτης. Ἕνας γιὸς μιὰς ἀθηναίας μητέρας καὶ ἑνὸς ξένου πατέρα δὲν θὰ γινόταν. Μόνο ὁ Περικλῆς ὕστερα απὸ δικὴ του νομοθεσία, τὸ -451/0, τροποποίησε τὸ νόμο γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἰθαγένειας ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ δύο Ἀθηναίους γονεῖς. Οἱ Ἄρρενες εἶχαν τὰ πολιτικὰ δικαιώματα γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν στὶς νομοθετικὲς καὶ διοικητικὲς θέσεις, τὰ νόμιμα δικαιώματα νὰ κατέχουν ἰδιοκτησία καὶ νὰ συμμετέχουν προσωπικὰ στὸ δικαστικὸ σύστημα, καθὼς καὶ τὸ κοινωνικὸ δικαίωμα νὰ κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα στὴ δική τους χώρα.
Οἱ διαιρέσεις μεταξὺ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἀποτυπώνονταν καί, κατὰ μία ἔννοια, ἐπικυρώνονταν καὶ ἐνισχύονταν ἀπὸ τοὺς ἀθηναϊκοὺς θρησκευτικοὺς θεσμούς. Ἐκτός ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι μία οἰκογένεια, ἡ Ἀθήνα ἦταν ἀκόμα, στὸ πέμπτο αἰώνα, μιὰ κοινωνία ποὺ ἔπρεπε νὰ κατέχει ἕναν δυνατὸ στρατό, ποὺ ὅλοι οἱ ἄρρενες ἔπρεπε νὰ ὑπηρετήσουν, ὅπως ἀπαιτοῦνταν, ἀπὸ τὶς ἡλικίες 18 ἕως 60, στὸ στρατό, στὸ ναυτικό, ἢ στὸ ἱππικό τῆς πόλεως-κράτους.
Αὐτὸ τὸ βλέπουμε νὰ ἀντανακλᾶται στὸν Ἐφηβικὸ Ὅρκο:
— ΟΡΚΟΣ — Οὐκ αἰσχυνῶ τὰ ἱερὰ ὅπλα, οὐδὲ λείψω τὸν
παραστάτην ὅπου ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ
ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ οὐκ ἐλάττω παραδώσω τὴν πατρίδα,
πλείω δὲ καὶ ἀρείω κατά τε ἐμαυτὸν καὶ μετὰ ἁπάντων,
καὶ εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κραινόντων ἐμφρόνως. καὶ τῶν
θεσμῶν τῶν ἱδρυμένων καὶ οὓς ἂν τὸ λοιπὸν ἱδρύσωνται
ἐμφρόνως· ἐὰν δέ τις ἀναιρεῖ, οὐκ ἐπιτρέψω κατά τε
ἐμαυτὸν καὶ μετὰ πάντων, καὶ τιμήσω ἱερὰ τὰ πάτρια.
ἵστορες θεοὶ Ἄγραυλος, Ἑστία, Ἐνυώ, Ἐνυάλιος, Ἄρης καὶ
Ἀθηνᾶ Ἀρεία, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη, Ἡρακλῆς,
ὅροι τῆς πατρίδος, πυροί, κριθαί, ἄμπελοι, ἐλάαι, συκαῖ…>
ΑΠΟΔΩΣΗ
«Δὲν θὰ καταισχύνω τὰ ὄπλα τὰ ἱερά, καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλείψω τὸν πλησίον μου ἱστάμενον, μὲ οἱονδήποτε καὶ ἂν ταχθῶ εἰς τὴν γραμμήν· θὰ ἀμυνθῶ δὲ καὶ ὑπὲρ τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ τῶν ἄλλων· τὴν πατρίδα δὲ δὲν θὰ παραδώσω μικροτέραν, ἀλλὰ μεγαλυτέραν καὶ κραταιοτέραν ἀπὸ ὅσην ἤθελον παραλάβει. Καὶ προθύμως θὰ ὑπακούω εἰς τοὺς ἑκάστοτε δικάζοντας καὶ θὰ πολιτεύομαι συμφώνως πρὸς τοὺς καθιερωμένους πολιτικοὺς θεσμοὺς καὶ πρὸς ὅσους ἄλλους ἤθελε τυχὸν ἡ κοινή του λαοῦ ἀπόφασις καθιερώσει. Καὶ εἰς περίπτωσιν καθ’ ἢν ἤθελε τὶς ἀποπειραθῆ νὰ καταλύση τοὺς θεσμοὺς αὐτοὺς ἢ νὰ ἀντιδρᾶ πρὸς αὐτούς, δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψω, θὰ ἀμυνθῶ δὲ ὑπὲρ αὐτῶν καὶ μόνος καὶ μετὰ τῶν ἄλλων. Καὶ θὰ ἀποδώσω τὴν προσήκουσαν τιμὴν εἰς τὰ ὑπὸ τῶν πατέρων παραδιδόμενα ἱερά. Μάρτυρες τούτων ἔστωσαν ἡ Ἄγλαυρος, ὁ Ἐνυάλιος, ὁ Ζεύς, ἡ Αὐξῶ, ἡ Θαλλῶ, ἡ Ἠγεμόνη ὁ Ἡρακλῆς, τὸ ἔδαφος τῆς πατρίδος, τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, τ΄ἀμπέλια, τὰ ἐλαιόδεντρα, καὶ συκόδενδρα ».
καί, φυσικά, στὴ φύση τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδος, ποὺ ἦταν ἡ προστάτιδα τῆς πόλεως, καὶ ἀνανακλᾶται στὰ Παναθήναιά της.
Οἱ περισσότερες ἐπιδείξεις ἀπὸ τοὺς διαγωνισμοὺς τῶν Ἀθηναίων σὲ αὐτὴ τὴν ἑορτή, παρουσίαζαν τὶς στρατιωτικές ἱκανότητες, χοροὺς μὲ πανοπλία, ἀσκήσεις ἱππικοῦ, καὶ λοιπά τέτοια, καὶ ἡ Ἀθηναϊκὴ νεολαία στὰ τμήματα τῶν νεανίδων εἶχε ἐκπαιδευτεῖ σὲ αὐτὰ καὶ οἱ νέοι ἄνδρες στὰ ἀνώτερα τμήματα ἄρχιζαν νὰ παρουσιάζουν τὶς ἱκανότητές τους.
Παρόμοιες δραστηριότητες, ὅπως οἱ ἱστιοδρομίες πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνος στὸ Σούνιο ἢ οἱ διαγωνισμοί στὴν ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Θησέως, προωθοῦσαν καὶ παρουσίαζαν τὶς στρατιωτικὲς γνώσεις. Ἡ Ἀκρόπολη, τὸ ἱερό τῆς Ἀθηνᾶς, ἦταν γεμάτο μὲ ἀφιερώσεις ποὺ πανηγύριζαν ἀθηναϊκὲς νίκες ἔναντι ἄλλων Ἑλλήνων ἤ ξένων ἐχθρῶν.
Σὲ ἄλλες δραστηριότητες, ἡ ἀξία τῆς στρατιωτικῆς πλευρᾶς τῆς ἀθηναϊκῆς ζωῆς τονιζόταν ἐπίσης. Οἱ ἔφηβοι ἐπισκέπτονταν τοὺς τύμβους καὶ ἔκαναν προσφορὲς στοὺς νεκροὺς τοῦ πολέμου καὶ στοὺς ἥρωες τῶν μεγάλων ἀθηναϊκῶν στρατιωτικῶν νικῶν, ἀκόμα καὶ στὰ Διονύσια ἐν Ἄστει, μὲ τὶς κωμωδίες καὶ τὶς τραγωδίες, οἱ Ἀθηναῖοι ὀργάνωναν μία πομπή νέων μὲ πανοπλίες, οἱ ὁποῖοι ἦταν τὰ ὀρφανά τῶν νεκρῶν στρατιωτῶν ποὺ μεγάλωναν μὲ ἔξοδα τοῦ Ἀθηναϊκοῦ κράτους-πόλεως.
Οἱ δραστηριότητες τῶν γυναικῶν ἐπικεντρώνονταν στὴν τεκνοποίηση καὶ στὴ διατροφὴ τῶν παιδιῶν, οἱ ἑορτὲς τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς Δήμητρος τόνιζαν αὐτοὺς τοὺς ρόλους, συνήθως μὲ τὸν ἀποκλεισμό τῶν ἀνδρῶν.
Οἱ γυναῖκες ἦταν ἐξάλλου ποὺ ἔτειναν στὴ λατρεία τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῆς Ἥρας Τελείας (τοῦ γάμου).
Οἱ Ἑλληνίδες συνέβαλαν στὴν οἰκονομία τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν ὕφανση, ἔτσι καὶ στὴν Ἀθήνα, οἱ τέσσαρες ἀρρηφόροι ἔπλεκαν τὸ πέπλο γιὰ τὴν προστάτιδα τῆς πόλης. Στὴ ζωφόρο τοῦ Παρθενῶνος ποὺ παρουσιάζει τὴν πομπὴ τῶν Παναθηναίων, ὑπάρχουν οἱ νεαροὶ ἄνδρες ἱππεῖς ποὺ φέρουν δόρατα, καὶ οἱ νεαρὲς γυναῖκες μεταφέρουν καλάθια μὲ τὰ ἱερὰ γιὰ τὴ θυσία.
Οἱ ἑκατὸ νεαρὲς γυναῖκες ποὺ μεταφέρουν τὰ καλάθια, ἐνδεδυμένες μὲ ὡραῖα ροῦχα καὶ κοσμήματά, προσθέτουν τὸ κάλλος στὴ πομπή.
Οἱ νεαροὶ ἄνδρες προωθοῦν τὴν στρατιωτικὴ ὑποχρέωση.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα τμήματα δραστηριοτήτων μεταξὺ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἐνέπνεαν τὸν τομέα τῆς νεολαίας ἀπὸ τὸ συνολικὸ πρόγραμμα τῶν ἀθηναϊκῶν θρησκευτικῶν δραστηριοτήτων.
Ἡ θρησκεία προσέφερε ἐπίσης ὑποστήριξη στὸ πολιτικὸ ἱστὸ τῶν Ἀθηνῶν. Ἕνας Ἀθηναῖος ὁ ὁποῖος, ὡς ἐνήλικας, ἤθελε νὰ γίνει ἄρχοντας, ὑποβάλονταν, μπροστὰ στοὺς ἐκπροσώπους τῆς βουλῆς, στὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα:
«Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας σου, καὶ ἀπὸ ποιούς δήμους κατάγεται ; »
«Ποιὸς εἶναι ὁ παπποὺς σου ; »
« Ποιὰ εἶναι ἡ μητέρα σου ;»
«Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας της, καὶ ἀπὸ ποιοὺς δήμους κατάγεται ;»
«Λατρεύεις τὸν Ἀπόλλωνα Πατρῶο, τὸν Ζεῦ Ἕρκειο, καὶ ποῦ εἶναι ἱερά τους;»
«Ἔχετε οἰκογενειακοὺς τάφους, καὶ ποῦ εἶναι;»
«Περιθάλπτεις τοὺς γονεῖς σου καλά καὶ μὲ εὐσέβεια;»
«Πληρώνεις τοὺς φόρους σου;»
«Ἔχεις συμμετάσχει σὲ στρατιωτικὲς ἐκστρατεῖες;»
Ἡ κάθε ἐρώτηση, εκτὸς ἀπὸ τὶς δύο τελευταῖες εἶχαν ἀπὸ ἕνα θρησκευτικὸ στοιχεῖο. Νόμιμη γέννηση ἀπὸ ἕναν Ἀθηναῖο πολίτη, βεβαιωνόταν καὶ ἐπικυρωνόταν στὴν ἑορτὴ τῶν Ἀπατουρίων, μπροστὰ στὸ βωμὸ τοῦ Διὸς Φρατρίου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς Φρατρίας.
Ἡ κατοχὴ ἱεροῦ τοῦ Διὸς Ἑρκείου διαβεβαίωνε μία μόνιμη κατοικία στὴν Ἀθήνα.
Οἱ Τάφοι ἦταν ἀπόδειξη τῆς κατάλληλης φροντίδας τῶν νεκρῶν.
Καὶ ἡ περίθαλψη τῶν γονέων, εἶχε ἕνα θρησκευτικὸ στοιχεῖο ἐπικύρωσης.
Ὁ Ἀπόλλων Πατρῶος, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἐρωτηματολόγιο, εἰσάγει μία νέα πτυχὴ τοῦ προσώπου τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας. Δὲν ἦταν ἀνάμεσα στοὺς ἀρχαίους προγονικοὺς προστάτες τῆς Ἀθήνας, ὅπως ἡ Ἀθηνᾶ, ὁ Ποσειδώνας, καὶ ὁ Ἥφαιστος, ἀλλὰ τελικὰ τοῦ δόθηκε μία σημαντικὴ θέση στὴ γενεαλογία τῶν Ἀθηναίων καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ Ἴωνες, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ αὐτοὺς, εἶχαν δημιουργήσει ἀποικίες στὶς ἀκτὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ὁ μύθος ποὺ κάνει τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα προστάτη στοὺς Ἀθηναίους δραματοποιήθηκε σὲ ἕνα ἔργο τοῦ Εὐριπίδη, τὸν Ἴων, ἕνα ἔργο ποὺ θὰ πρέπει νὰ διαβαστεῖ στὸ σύνολό του, τόσο γιὰ τὴ συναρπαστικὴ πλοκή του οσο καὶ γιὰ τὸ τί ἀποκαλύπτει γιὰ τὸν πρώϊμο Ἀθηναϊκὸ μύθο.
Σὲ μιὰ πολὺ περιληπτικὴ μορφὴ τοῦ μύθου ,ὁ Ἀπόλλων τῶν Δελφῶν, ὅπως περιγράφει ὁ Εὐριπίδης, ἄφησε ἔγκυο διὰ τῆς βίας τὴν Κρέουσα, τὴν κόρη τοῦ Ἐρεχθέα. Ἐκείνη ὅταν γέννησε ἐγκατέλειψε τὸ παιδί σὲ μία σπηλιὰ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ Ἀπόλλωνας ἔφερε τὸ παιδὶ στοὺς Δελφοὺς καὶ τὸ τοποθέτησε στὴν ὑπηρεσία τοῦ ναοῦ. Τὸ ἀγόρι, ὁ Ἰων, τελικὰ ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, ὅπου θὰ γινόταν βασιλιάς.
Ὁ Ἴων, γίνεται ὁ ἐπώνυμος ἥρωας γιὰ ὅλους τους Ἴωνες, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ἀθηναίων, καὶ οἱ τέσσερις γιοὶ του νὰ γίνουν οἱ ἐπώνυμοι ἥρωες τῶν τεσσάρων φυλῶν, χαρακτηριστικὸ τοῦ λαοῦ τῶν Ἰώνων.
Ὁ Ἀπόλλων εἶναι ἐπομένως, ὅπως ίσχυρίζεται ἡ ἀρχικὴ πηγή, μέσω τοῦ Ἴωνος καὶ τῶν γυιῶν του, ἀπὸ τὴν πρὸ-Κλεισθενικὴ, τῶν τεσσάρων φυλῶν, δομὴ τῶν Ἀθηναίων ἀρρένων πολιτῶν, ἔτσι τὸν ἕκτο αἰώνα, ἕνας Ἀθηναῖος θὰ εἶναι ἕνας Ἐρεχθεύς μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸν Ἐρεχθέα, ἀλλά, ἂς ποῦμε, ἕνα μέλος ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Γελέοντος ἀπόγονος τοῦ παιδιοῦ τοῦ Ἴωνος (Γελέων).
Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ Ἀπόλλων Πύθιος τῶν Δελφῶν ἦταν Πατρῶος, Προγονικὸς δηλαδὴ θεὸς στοὺς Ἀθηναίους, ἀλλὰ καί μέσω ἑνὸς δικοῦ τους, τοῦ Ἴωνος, οἱ Ἀθηναῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ διεκδικήσουν κάποια τουλάχιστον μυθικὴ αὐθεντία ἐπὶ τῶν ἀποικιῶν τῶν Ἰώνων στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἔτσι, κάθε Ἀθηναῖος πολίτης ἔπρεπε νὰ ἦταν σὲ θέση νὰ ἀποδείξει τὴ λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα Πατρώου τιμῶντας τὶς προγονικὲς του ρίζες. Ἡ πόλις κράτος, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε τὴν ἐθνικὴ λατρεία τῆς Ἑστίας, ἔτσι εἶχε καὶ ἕνα κρατικὸ πολιτειακὸ ἱερὸ γιὰ τὸν Ἀπόλλωνα Πατρῶο στὴν Ἀγορά τῶν Ἀθηνῶν.
Στὴν Ἀθήνα, οἱ τέσσερις φυλὲς τῶν Ἰώνων, ἐπισκιάσθηκαν σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν δέκα φυλῶν, λόγω τῆς πολιτικῆς ὀργάνωσης, ἀπὸ τὸν Κλεισθένη.
Σὲ ἕνα σύστημα περιφερειακῶν καὶ ἀναλογικῶν ἐκπροσώπων, ὁ κάθε δῆμος εἶχε ἀνατεθεῖ σὲ μία ἐκ αὐτῶν τῶν νέων φυλῶν. Οἱ φυλὲς ἔγιναν οἱ βασικὲς πολιτικὲς καὶ στρατιωτικὲς μονάδες τῆς Ἀθήνας, μὲ κάθε φυλὴ ν’ἀποστέλει πενήντα μέλη γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν στὴ Βουλὴ καὶ μὲ τὸ στρατὸ ὀργανωμένο σὲ φυλετικὲς μονάδες.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς διαγωνισμοὺς στὶς ἑορτὲς, ὅπως αὐτὸς τῶν διθυράμβων στὸ Διονυσία ἐν Ἄστει, τῶν ἱστιοδρομιῶν στὸ Σούνιο, καὶ ἀρκετῶν ἄλλων στὰ Παναθηναῖα, ἦταν ἀγῶνες μεταξὺ αὐτῶν τῶν φυλῶν.
Σημαντικὸ καὶ μὲ θρησκευτικοὺς ὅρους ἦταν τὸ πῶς ἡ κάθε φυλὴ εἶχε προσδιορισθεῖ, ὅπως ἀπὸ τὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἕνας προϋπάρχων ἀττικὸς ἥρωας εἶχε συστηθεῖ ὡς ἕνας ἐπώνυμος ἥρωάς του, ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, μιὰ φυλὴ εἶχε πάρει τὸ ὄνομά του Αἰγέα, τοῦ πατέρα τοῦ Θησέως, μετὰ μιὰ ἄλλη τὸ ὄνομα τοῦ Σαλαμίνιου ἥρωος, τοῦ Αἴαντος. Μετὰ τὶς μεταρρυθμίσεις τοῦ Κλεισθένους το -508/7, ὁ Ἀθηναῖος θὰ προσδιόριζε τὸν ἑαυτό του ὡς Ἐρεχθεῖδα, δηλαδὴ ὡς ἀπόγονο τοῦ Ἐρεχθέως, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἕνας ἀπὸ τὸ δῆμο τῆς Ἐρχιᾶς ποὺ εἶναι μέλος τῆς φυλῆς τοῦ Αἰγέα, στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ Ἐρχιᾶς.
Κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δέκα ἐπώνυμους ἥρωες εἶχε τὸ δικό του ἱερό, ὅπου τὰ μέλη τῆς φυλῆς του, θὰ συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο γιὰ θυσία καὶ γιὰ ἑορτὴ καὶ ὅπου, ἂν κατάφερνε κάποιος ἐκ τῶν μελῶν καὶ ἔβγαινε νικηφόρος ἀπὸ τοὺς διαγωνισμοὺς τῆς πόλεως κράτους, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνεγείρουν ἀφιερώματα.
Ἡ πολιτεία, πάλι, εἶχε στὴν Ἀγορὰ ἕνα ἐνωτικὸ ἱερὸ μὲ τὰ ἀγάλματα τῶν δέκα ἐπωνύμων ἡρώων τῶν φυλῶν.
Παραθέτοντας τὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνικο-πολιτικὴ δομὴ τῶν ἀρρένων, ἀπὸ τὴν οἰκογένεια στὸ δῆμο καὶ τὴ φυλή, φτάνουμε στὴν Ἀθηναϊκὴ Βουλή, τὸ Συμβούλιο τῶν 500, ὅπου πενήντα πολίτες ἀπὸ κάθε φυλὴ ὑπηρετοῦσαν γιὰ ἕνα χρόνο.
Ἡ Βουλὴ συνεδρίασε στὸ Βουλευτήριο στην Αγορά, ¨τὸ ὁποῖο εἶχε πάλι τοὺς προστάτες του, τὸν Δία Βουλαῖο καὶ τὴν Ἀθηνᾶ Βουλαία, στὸ βωμὸ τῶν ὁποίων προσφέρονταν οἱ προσευχὲς πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίαση.
Μία προσευχὴ ἄνοιγε ἐπίσης τὶς συνεδριάσεις, τέσσερις φορὲς κάθε μῆνα, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν δημοτικὴ συνέλευση ὅλων των ἀθηναίων πολιτῶν. Δὲν ἔχουμε τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ οἱ γυναῖκες στὶς Θεσμοφοριάζουσες τοῦ Ἀριστοφάνη (στίχοι 295 ἕως 371) προσφέρουν μία προσευχὴ πρὶν τὴν «Ἐκκλησία» τους, ἡ ὁποία εἶναι μία παρωδία τῆς πραγματικῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ δήμου.
Ἐχοντας ὑπὀψιν τὸν Θρησκευτικὸ ρόλο τῶν γυναικῶν στὴν ἑορτὴ τῶν Θεσμοφορίων, εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἐκτιμήσουμε τόσο τὶς σοβαρὰ ὅσο καὶ τὰ χιουμοριστικὰ στοιχεῖα αὐτῆς τῆς Ἀριστοφανικῆς προσευχῆς.
Μία κήρυκας – ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἕνας κήρυκας σὲ μία πραγματικὴ Ἐκκλησία – ἀρχίζει τὴν προσευχή καὶ ὁ χορὸς τῶν γυναικὼν τὴ συνεχίζει:
ΚΥΡΗΚΑΙΝΑ: Γενηθήτω σιωπὴ, Γενηθήτω σιωπὴ ,Προσευχηθεῖτε στὶς δύο θεσμοφόρες θεές,
στὴ Δήμητρα καὶ στὴν Κόρη καὶ στὸν Πλούτωνα,
καὶ στὴ Καλλιγένεια καὶ στὴ Κουροτρόφο Γαία
καὶ στὸν Ἑρμῆ καὶ στὶς Χάριτες,
νὰ τὴν εὐοδώσουν τούτη τὴν Ἐκκλησία,
καὶ γιὰ τὸ καλό της πόλεως τῶν Ἀθηναίων ,
νὰ ἔχει πολλὰ ὀφέλη , καὶ γιὰ τὴ δικὴ μας καλὴ τύχη.
Κι’ὅποια πεῖ καὶ κάνει τὰ καλλίτερα καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὸν δῆμο τῶν Ἀθηναίων, αὐτὴ νὰ πάρει τὸ βραβεῖο.
Στεῖλτε αὐτὲς τὶς εὐχὲς στὸν οὐρανὸ καὶ θὰ ἔχετε καλὴ τύχη γιὰ τὸν ἑαυτό σας.
ΙΗ ΠΑΙΩΝ ΙΗ ΠΑΙΩΝ ΙΗ ΠΑΙΩΝ
Ἂς χαροῦμε.
ΧΟΡΟΣ: Εἴθε νὰ δεχθοῦν οἱ θεοὶ τὶς προσφορὲς
καὶ τὶς προσευχές μας.
Δία παντοδύναμε καὶ χρυσόλυρε Φοῖβε
ποὺ βασιλεύεις στὴ Δῆλο τὴν ἅγια,
κι’ἐσὺ Παρθένα καὶ Χρυσολόγχη,
ποὺ τούτη τὴν πόλη κατοικεῖς τὴν δοξασμένη,
Ἔλα .
Καὶ ἔνδοξη ἐσὺ κυνηγήτρια κόρη
τῆς Λητοῦς τῆς πανέμορφης,
κι’ἐσὺ Ποσειδῶνα σεβάσμιε,
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θάλασσας,
μὲ τοὺς ἀφροὺς καὶ τὰ κύματα, Ἔλα.
Καὶ Κόρες τοὺ θαλασσιου Νηρέως
καὶ τοῦ βουνοῦ Νύμφες ,
Λύρα χρυσὴ
νὰ ἠχήσει τὶς εὐχὲς μας συνοδεύοντας,
κι’ομορφα νὰ τελειώσει τούτη ἡ συνέλευση
Ἀρχόντισσες κόρες τῶν Ἀθηναίων.
ΚΥΡΗΚΑΙΝΑ: Προσευχηθεῖτε στοὺς θεοὺς καὶ στὶς θεὲς τοῦ Ὀλύμπου
καὶ στὶς θεὲς καὶ θεοὺς τῶν Δελφῶν
καὶ τῆς Δήλου, καὶ στοὺς ἄλλους θεούς,
ἂν κάποιος μηχανεύεται κακὸ γιὰ τὸ γένος των γυναικῶν
ἢ προτείνει εἰρήνη μὲ τὸν Εὐριπίδη καὶ τοὺς Πέρσες
ἢ σχεδιάζει νὰ ἐγκαταστήσει τυραννία
ἢ τὸν τύραννο νὰ ἐπαναφέρει,
ἢ ὅποιος μαρτυρᾶ γυναίκα ποὺ προβάλλει
ξένο παιδὶ γιὰ σπλάχνο της
ἢ δούλα ποὺ τὴν ἔχει μεσίτρα ἡ κυρά της
κι αὐτὴ τὸ λέει στ’ ἀφεντικό,
ἢ ὅποια τὴν ἔστειλαν μαντάτα νὰ πεῖ
κι αὐτὴ λέει ἄλλα,
ἂν ὁ ἀγαπητικὸς μίας παντρεμένης
δῶρα τάζει στα ψέμματα- καὶ τίποτα δὲν δίνει,
ἢ ἂν μιὰ γριὰ δῶρα πολλὰ δίνει στὸν ἐραστή της
ἢ ὅποια δέχεται ἐραστὴ καὶ ὅμως τὸν προδίδει
ἢ ταβερνιάρης ταβερνιάρισσα ξίκικα πουλοῦν…
ὅλες σας εὐχηθεῖτε τὸ σπιτικό τους και οι ἴδιοι
ὅλοι τους νὰ βροῦν κακό.
Καὶ σὲ σᾶς ὅλες πολλὰ καλὰ νὰ δώσουν οι θεοί.
Ἡ Κυρήκαινα στὴν Ἐκκλησιὰ τῶν γυναικῶν στὰ Θεσμοφόρια, ἐπικαλεῖται φυσικὰ πρῶτα τὶς θεότητες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἑορτή:
τὴ Δήμητρα Θεσμοφόρο καὶ τὴν Κόρης της, μετὰ τὸν Πλούτων καὶ τὴν Καλλιγένεια.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς, ἀπευθύνεται στὴ Κουροτρόφο Γῆ (τὴν τροφὸ τῶν παιδιῶν), τὸν Ἑρμῆ, καὶ τὶς Χάριτες. Οἱ γυναῖκες στὴ συνέχεια προσθέτουν τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα, τὴν Ἀθηνᾶ, τὴν Ἀρτέμιδα, τὸν Ποσειδῶνα, τὶς Νηρηίδες τῆς θάλασσας, καὶ τὶς Νύμφες τῶν βουνῶν.
Μερικὰ ἀπὸ τὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς τῶν γυναικῶν, ὅπως ἡ καταδίκη τῶν μοιχῶν, οἱ ψεῦτες δούλοι καὶ οἱ ἀπατεῶνες ἔμποροι, προέρχονται ἀπὸ τὸν τυπικὸ ἀριστοφανικὸ ἀστεϊσμὸ ποὺ ἀπευθύνονταν στὶς γυναῖκες, στοὺς δούλους καὶ στοὺς ἀπατεῶνες ἔμπορους, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα εἶναι ἀντίστοιχα σὲ πραγματικὲς προσευχὲς καὶ ὅρκους ποὺ πραγματοποιοῦνταν μέσα στὸ πλαίσιο τῶν νομοθετικῶν καὶ δικαστικῶν συνελεύσεων καὶ ἀντανακλοῦσαν τὴ βαθιὰ ἀνησυχία τῶν Ἀθηναίων:
Στοὺς δεινοὺς ρήτωρες μὲ τὴ φαρμακερὴ γλῶσσα, ποὺ ἀπἐκρουαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ὀποιοδήποτε γιὰ νὰ ἐπικρατοῦν στὶς συζητήσεις.
Σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐξαπατοῦσαν τοὺς συμπολίτες τους καὶ παραβιάζαν τοὺς παραδοσικοὺς ὅρκους, ἢ ποὺ ἐπιδίωκαν νὰ ἀλλάξουν τὸ νόμο καὶ τὰ διατάγματα τοῦ κράτους, ἢ
σὲ αὐτοὺς ποὺ μαρτυροῦσαν τὰ μυστικὰ μὲ τὸν ἐχθρὸ γιὰ τὸ δικὸ τους κέρδος τους καὶ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν.
Ὁ φόβος τῶν τυράννων, σχεδὸν ἕναν αἰώνα μετὰ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ τυράννου Πεισίστρατου, καὶ ὁ φόβος τῶν Περσῶν, δύο γενιὲς μετὰ τὴν ἥττα τους, παρέμεναν προφανῆ σὲ αὐτὲς τὶς προσευχές.
Ὁ Ἀριστοφάνης στὴν κωμωδία του καὶ οἱ ἄνδρες Ἀθηναῖοι στὴ ζωή τους, μέσα στὶς συνελεύσεις καὶ τὰ δικαστήρια τους, ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς θεοὺς νὰ παρίστανται σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ οὐσιαστικὰ πολιτικὰ ζητήματα καὶ νὰ τιμωροῦν τοὺς παραβάτες.
Ἕνας σημαντικὸς κανόνας στὴν Ἀθηναϊκὴ κοινωνία ἦταν ὅτι οἱ συμπολίτες δὲν παραβίαζαν τοὺς «παραδοσιακοὺς ὅρκους,» καὶ αὐτὸ, ἐπειδὴ μέσω αὐτῶν τῶν ὅρκων οἱ Ἀθηναῖοι ἔθεταν ὑπὸ τὴν θεία ἐποπτεία κρίσιμα στοιχεῖα τοῦ πολιτικοῦ τους συστήματος.
Οἱ Ἀθηναῖοι πίστευαν ὅτι τέτοιοι ὅρκοι, ἔκαναν ἰσχυρὴ τὴ δημοκρατία τους :
― καὶ μήν, ὦ ἄνδρες, καὶ τοῦθ᾽ ὑμᾶς δεῖ μαθεῖν, ὅτι τὸ συνέχον τὴν δημοκρατίαν ὅρκος ἐστί.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΤΑ ΛΕΟΚΡΑΤΟΥΣ 79
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ ὅρκος τῶν ἐφήβων, ὅπως εἴδαμε λίγο παραπάνω, καὶ ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων, ὁρκίζονταν νὰ ὑπακούουν τοὺς ἀνωτέρους τους καὶ τοὺς νόμους, ἐπίσης νὰ ἀντιταχθοῦν σὲ ὅποιον προσπαθοῦσε νὰ τοὺς καταστρέψει.
Τὰ μέλη τῆς Βουλῆς ὁρκίζονταν «νὰ συμβουλεύουν τὰ καλύτερα πράγματα γιὰ τὴν πόλη», καὶ οἱ ἄρχοντες ὁρκίζονταν «νὰ κυβερνοῦν δικαίως.»
Οἱ ενορκοι τῶν Ἀθηνῶν, ἀριθμοῦσαν τοὺς 6.000 γιὰ κάθε χρόνο καὶ ὁρκίζονταν μὲ τὸν πιὸ περίτεχνο ὅρκο:
― Ὅρκος Ἡλιαστῶν
ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους καὶ τὰ ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καὶ τῆς βουλῆς τῶν πεντακοσίων. καὶ τύραννον οὐ ψηφιοῦμαι εἶναι οὐδ’ ὀλιγαρχίαν· οὐδ’ ἐάν τις καταλύῃ τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων ἢ λέγῃ ἢ ἐπιψηφίζῃ παρὰ ταῦτα, οὐ πείσομαι· οὐδὲ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπὰς οὐδὲ γῆς ἀναδασμὸν τῆς Ἀθηναίων οὐδ’ οἰκιῶν· οὐδὲ τοὺς φεύγοντας κατάξω, οὐδὲ ὧν θάνατος κατέγνωσται, οὐδὲ τοὺς μένοντας ἐξελῶ παρὰ τοὺς νόμους τοὺς κειμένους καὶ τὰ ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καὶ τῆς βουλῆς οὔτ’ αὐτὸς ἐγὼ οὔτ’ ἄλλον οὐδένα ἐάσω.
οὐδ’ ἀρχὴν καταστήσω ὥστ’ ἄρχειν ὑπεύθυνον ὄντα ἑτέρας ἀρχῆς, καὶ τῶν ἐννέα ἀρχόντων καὶ τοῦ ἱερομνήμονος καὶ ὅσοι μετὰ τῶν ἐννέα ἀρχόντων κυαμεύονται ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, καὶ κήρυκος καὶ πρεσβείας καὶ συνέδρων· οὐδὲ δὶς τὴν αὐτὴν ἀρχὴν τὸν αὐτὸν ἄνδρα, οὐδὲ δύο ἀρχὰς ἄρξαι τὸν αὐτὸν ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ. οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα οὔτ’ αὐτὸς ἐγὼ οὔτ’ ἄλλος ἐμοὶ οὔτ’ ἄλλη εἰδότος ἐμοῦ, οὔτε τέχνῃ οὔτε μηχανῇ οὐδεμιᾷ.
καὶ γέγονα οὐκ ἔλαττον ἢ τριάκοντα ἔτη. καὶ ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν, καὶ διαψηφιοῦμαι περὶ αὐτοῦ οὗ ἂν ἡ δίωξις ᾖ. ἐπομνύναι Δία, Ποσειδῶ, Δήμητρα, καὶ ἐπαρᾶσθαι ἐξώλειαν ἑαυτῷ καὶ οἰκίᾳ τῇ ἑαυτοῦ, εἴ τι τούτων παραβαίνοι, εὐορκοῦντι δὲ πολλὰ κἀγαθὰ εἶναι.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ. ΚΑΤΑ ΤΙΜΟΚΡΑΤΟΥΣ 24.149-151
Σὲ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ὅρκους οἱ Ἀθηναῖοι ἀποκάλυπταν τὶς πιὸ ἄμεσες πολιτικὲς ἀνησυχίες τους καὶ ἔβαζαν τὸν ἑαυτό τους κάτω ἀπὸ θείες κυρώσεις γιὰ ὅ, τί προσδιορίζονταν ὄτι ἦταν σωστὸ μὲ πολιτικὴ καὶ νόμιμη συμπεριφορά.
Ἂν οἱ ἔνορκοι παραβίαζαν τὶς ἀρχὲς αὐτές, ἂν ἔσπαγαν αὐτὸν τὸν ὅρκο, θὰ βρίσκονταν ἀντιμέτωποι μὲ κατάρα καὶ ἔβαζαν σὲ κίνδυνο τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τὶς οἰκογένειές τους.
Δὲν ὑπῆρχε κανένας χῶρος διαφυγῆς ἀπὸ τὴν κατάρα, ἐπειδὴ οἱ τρεῖς θεοὶ ποὺ ἐπικαλοῦνταν, ὁ Ζεύς , ὁ Ποσειδών, καὶ ἡ Δήμητρα, ἐκπροσωποῦσαν, ἀντίστοιχα, τὸν οὐρανό, τὴ θάλασσα καὶ τὴ μητέρα γῆ.
― πρῶτον μὲν
γὰρ καὶ μέγιστον οἱ θεῶν ἡμᾶς ὅρκοι κωλύουσι πολεμίους εἶναι
ἀλλήλοις· ὅστις δὲ τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς, τοῦτον
ἐγὼ οὔποτ’ ἂν εὐδαιμονίσαιμι. τὸν γὰρ θεῶν πόλεμον οὐκ οἶδα
οὔτ’ ἀπὸ ποίου ἂν τάχους οὔτε ὅποι ἄν τις φεύγων ἀποφύγοι
οὔτ’ εἰς ποῖον ἂν σκότος ἀποδραίη οὔθ’ ὅπως ἂν εἰς ἐχυρὸν
χωρίον ἀποσταίη. πάντῃ γὰρ πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα καὶ
πάντων ἴσον οἱ θεοὶ κρατοῦσι.
ΑΠΟΔΩΣΙΣ
Πρῶτα πρῶτα, καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα, οἱ ὅρκοι ποὺ κάμαμε στοὺς θεοὺς μᾶς ἐμποδίζουν νὰ εἴμαστε ἐχθροὶ ἀναμεταξύ μας. Κι ἐκεῖνον ποὺ συνειδητὰ ἀδιαφορεῖ γι’ αὐτοὺς τοὺς ὅρκους, αὐτὸν ἐγὼ ποτὲ δὲ θὰ μποροῦσα νὰ τὸν καλοτυχίσω. Γιατί τὸν πόλεμο τῶν θεῶν δὲν ξέρω οὔτε μὲ ποιὰ γρηγοράδα οὔτε ποῦ πηγαίνοντας θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν ξεφύγει, οὔτε σὲ ποιὸ σκοτάδι θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τρυπώσει, οὔτε σὲ ποιὰ ὀχυρὴ τοποθεσία ν’ ἀποσυρθεῖ. Παντοῦ τὰ πάντα ὑπακοῦνε στοὺς θεούς, κι οἱ θεοὶ τὰ ἐξουσιάζουν ὅλα τὸ ἴδιο
ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΕΙΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ 2.5.7
Ἡ Ἀθήνα ἦταν, βέβαια, δικαίως ξακουστὴ γιὰ τοὺς δημοκρατικοὺς θεσμούς της, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ θεοὶ στὴν Ἀθήνα δὲν ἦταν, μὲ δική τους πρωτοβουλία, οἱ προωθητὲς τῆς δημοκρατίας ἤ οἱ ὑποστηρικτὲς μιας πολιτικῆς ὁμάδος ἢ μιὰ κατηγορία πολιτῶν στρέφονταν ἐναντίον τῆς ἄλλης πολιτικῆς ὀμάδος ἤ τῆς κατηγορίας τῶν πολιτῶν.
Βέβαια κάποιοι θεοὶ δὲν ὑπηρετοῦσαν ὡς οἱ προστάτες τῆς «δημοκρατικῆς» ἢ τῆς «ὀλιγαρχικῆς» ὀμάδας ἢ τῶν πλούσιων ἢ φτωχῶν.
Στὸν πέμπτο αἰώνα δὲν ὑπάρχουν προσευχὲς ἢ θυσίες στὸ Θεὸ ποὺ προωθοῦσε τὴν «Δημοκρατία» ἢ τὴν «Ὀλιγαρχία», ἤ κάποιο ἀγαπημένο πολιτικὸ σύστημα κάποιας μειονότητας τῶν Ἀθηναίων.
Ἀντιθέτως οἱ Ἀθηναῖοι δημιούργησαν τοὺς ὅρκους, ὅπως αὐτὸν τῶν ἐνόρκων γιὰ νὰ ὑποχρεώσουν τοὺς θεούς τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς ἀνησυχίες τους.
Μὲ τὸ νὰ τοὺς ἐπικαλοῦν ὡς μάρτυρες σὲ αὐτοὺς τοὺς ὅρκους, οἱ θεοὶ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ἐπιβάλουν τὴν ὑπακοὴ καὶ νὰ τιμωρίσουν τὴν ψευδορκία – ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ ὅρκου.
Οἱ Θεοὶ ἀλλοῦ στὸν ἑλληνικὸ κόσμο ὑποστήριζαν τὶς πόλεις-κράτη ποὺ διέπονταν ἀπὸ ὀλιγάρχες, ἀριστοκράτες, καὶ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τυράννους, ἀλλὰ οἱ Ἀθηναῖοι μέσω αὐτῶν τῶν ὅρκων καὶ μὲ τὶς δημοκρατικὲς διατάξεις τους, οὐσιαστικὰ ἀνάγκαζαν τοὺς θεούς τους νὰ ὑποστηρίξουν τὶς δημοκρατικὲς ἀρχὲς τῆς κοινωνίας τους.
Ἡ Ἀθήνα γιὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Κλασικῆς περιόδου δὲν ἦταν μία συνηθισμένη ἑλληνικὴ πόλη-κράτος. Γιὰ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πέμπτου αἰώνα λάμβανε μεγάλα ἔσοδα ἀπὸ τὶς σύμμαχες καὶ ἀργότερα ὑποτελεῖς πόλεις-κράτη ἀπ΄ ὅλο τὸ Αἰγαῖο, καὶ ἦταν, μὲ ἁπλὰ λόγια, ἀσύγκριτα πλούσια.
Ἡ Ἀθήνα ἀφιέρωνε τὸ 1/60 τῶν ἐσόδων αὐτῶν στὴν Ἀθηνᾶ Πολιάς, καὶ μὲ αὐτὸ καὶ μὲ τὰ ἄλλα κρατκὰ ποσὰ ἡ Ἀθήνα ἦταν σὲ θέση νὰ ὑποστηρίζει τὸ πιὸ ἐκτεταμένο καὶ πιὸ μεγαλοπρεπῆ πρόγραμμα θρησκευτικῶν ἑορτῶν ποὺ ἦταν πασίγνωστο στὸν ἑλληνικὸ κόσμο.
Εἶχε τὶς διπλάσιες ἑορτὲς ἀπὸ ἄλλες πόλεις, καὶ τουλάχιστον 120 ἡμέρες ἀπὸ τὸ Ἀθηναϊκὸ ἔτος ἦταν ἀφιερωμένες σὲ κάποια προσφορὰ ἢ θρησκευτικὴ ἑορτή.
Οἱ Ἀθηναῖοι μποροῦσαν νὰ ξοδέψουν γιὰ τὰ Μεγάλα Παναθήναια καὶ τὶς θυσίες, γιὰ τοὺς διαγωνισμοὺς καὶ τὰ βραβεῖα, γιὰ τὰ χρυσὰ καλάθια καὶ ἄλλα, ποσὰ ἰσοδύναμα μὲ ἑκατομμύρια δραχμὲς σημερινὲς , ἐνῶ τὰ ἀρχεῖα ἀπὸ ἄλλες πόλεις καταγράφουν ἔξοδα γιὰ γιορτὲς σὲ δαπάνες, μόνο μερικὲς χιλιάδες δραχμὲς.
Ἔτσι καὶ τὸ ἀθηναϊκὸ κράτος θὰ μποροῦσε νὰ δαπανήσει ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια δραχμὲς γιὰ ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ ναῶν ἀπὸ μάρμαρο, ἐνῶ οἱ περισσότερες ἑλληνικὲς πόλεις παρέμεναν ἱκανοποιημένες μὲ ναοὺς καὶ λίγα μόνο ἱερά, ἀπὸ ἀσβεστόλιθο ἤ ἴσως, μὲ μία ἐπένδυση ἀπὸ μάρμαρο.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποδώσουμε αὐτὲς τὶς ἀσυνήθιστα μεγάλες δαπάνες τῶν Ἀθηναίων γιὰ τὶς θρησκευτικὲς λατρεῖες σὲ μία σειρὰ ἀπὸ αἰτίες :
Στὴ διαθεσιμότητα τοῦ πλεονάζοντος κεφαλαίου, καὶ σὲ μία προσπάθεια νὰ ψυχαγωγήσουν τοὺς ἀνθρώπους,
στὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴ χώρα τους, καὶ μάλιστα, ὅπως ὁ Θουκυδίδης καταγράφει (2.40. 1) ὅπως ὁ Περικλῆς τὸ περιέγραψε, στὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν ὀμορφιά.
Εἶναι ἀπολύτως κατανοητὸ καὶ κατάλληλο στὴν ἑλληνικὴ θρησκευτικὴ ἄποψη.
Οἱ θεοὶ ἦταν ἰδιοκτήτες καὶ ὄφειλαν μία ἐπιστροφὴ- ὡς «πρώτους καρποὺς» ἢ ὡς φόρο – ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ παραχωροῦσαν στὸν ἄνθρωπο.
Ὅσο μεγαλύτερα ἦταν τὰ δῶρα, τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀπόδοση ποὺ ὀφείλονταν, καὶ ἀπὸ τὸ -490 μὲ -415 περίπου οἱ θεοὶ ἦταν πολὺ γενναιόδωροι μὲ τοὺς Ἀθηναίους.
Οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἔγιναν στρατιωτικά, πολιτικά, οἰκονομικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ κυρίαρχοι στὸν ἑλληνικὸ κόσμο καὶ ὄχι μόνο, καὶ τὸ μέγεθος καὶ τὸ κόστος τοῦ θρησκευτικοῦ τους προγράμματος ἀντικατοπτρίζει αὐτὸ, ἐπίσης, ἀντικατοπτρίζει τὴ δέσμευσή τους νὰ ἐπιστρέψουν ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς ἐπιτυχίες τους στοὺς θεοὺς ποὺ βοήθησαν σὲ αὐτὲς τὶς παροχές.
Εἴδαμε ὅτι κάθε πόλη-κράτος εἶχε, σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμό, τὸ δικό του ξεχωριστὸ πάνθεον τῶν θεοτήτων ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς ἀνάγκες του, ἐπίσης εἶχε τὸ δικό του πρόγραμμα ἑορτῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποίες ἦταν κοινὲς ἑλληνικά ἑορτὲς καὶ ἀρκετὲς ἦταν μοναδικὲς γιὰ τὴν πόλη.
Εἶχε ἐπίσης τὸ δικὸ της θρησκευτικὸ ἡμερολόγιο καί, σχεδὸν σίγουρα, τὴ δικὴ της συλλογὴ τῶν ἡρώων ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὶς παραδόσεις της.
Αὐτὲς οἱ πόλεις δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν οἰκονομικὰ τοὺς πολλοὺς καὶ ἀκριβοὺς ναούς, τὰ ἀγάλματα, καθὼς καὶ τὶς διεξαγωγὲς τῶν ἑορτῶν τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ εἶχαν, σὲ μικρότερο βαθμό ὅλα αὐτὰ τὰ ἴδια συστατικά της θρησκείας.
Αὐτὲς, ὅπως ἡ Ἀθήνα καὶ κάθε ἄλλη πόλη-κράτος, στρέφονταν πρὸς τὶς θεότητές τους γιὰ παροχὴ βοήθειας στὶς κρίσιμες ἀνάγκες γιὰ τὴν γονιμότητα τῶν καλλιεργειῶν, τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων, στὶς ἀνάγκες τῆς καλῆς ὑγείας, τῆς οἰκονομικῆς εὐημερίας, τῆς ἀσφάλειας ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου καὶ τῆς ναυτιλίας, καὶ τὴν θέσπιση τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητας καὶ τὴν ὑποστήριξη τῶν πολιτικῶν καὶ κοινωνικῶν δομῶν τους.
Τζόν Μίκαλσον
Φωτογραφία ὁ ναὸς τῆς Ἥρας στὴ Σικελία.
Ἐπιμέλεια Μετάφραση : Ὀρέστης Πυλαρινὸς